- ηλεκτροφόρος
- -α, -ο (Μ ἠλεκτροφόρος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που φέρει ηλεκτρισμό, ο αγωγός τού ηλεκτρισμού («ηλεκτροφόρο σύρμα»)2. αυτός που παράγει ηλεκτρισμό («ηλεκτροφόρα μηχανή»)3. το ουδ. ως ουσ. το ηλεκτροφόροόργανο που επιτρέπει την παραγωγή μικρών ποσοτήτων στατικού ηλεκτρισμού4. το αρσ. ως ουσ. ο ηλεκτροφόροςτροπικό χέλι που διαθέτει ηλεκτρισμόμσν.αυτός που παράγει ήλεκτρο*(«ἠλεκτροφόρα δένδρα», Τζέτζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο-* + -φορος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, τροπαιο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.